ἀνεμπόδιστος

ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόδιστος , ον (s. ἐμποδίζω; Aristot., EN 7, 12 [1153a, 15]; 13 [1153b, 10f] et al.; Epict. 3, 22, 41; 4, 4, 5; Vett. Val. 246, 5; SIG2 517, 32 [SIG 955, 32 restores this passage difft.]; OGI 383, 129; pap since II B.C.], e.g. UPZ 191, 13; 192, 23; 193, 23; PAmh 38, 12; Wsd 17:19; 19:7; Just., D. 3, 2) unhindered only adv. in our lit ἀνεμποδίστως (Diod S 1, 36, 10; PTebt 6, 48; 43, 40 [118 B.C.] al. in pap; Jos., Ant. 16, 172) κλῆρον ἀ. ἀπολαβεῖν receive my lot unhindered IRo 1:2.—DELG s.v. πούς.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνεμπόδιστος — unhindered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεμπόδιστος — η, ο (Α ἀνεμπόδιστος, ον) μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος αρχ. εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει …   Dictionary of Greek

  • ανεμπόδιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν απαγορεύεται: Του είπε πως στο χτήμα του μπορούσε να μπαίνει ανεμπόδιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεμποδίστως — ἀνεμπόδιστος unhindered adverbial ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμπόδιστον — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc sg ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμποδίστοις — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμποδίστου — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμποδίστους — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμποδίστων — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμποδίστῳ — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμπόδιστα — ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”